κυκλίσκος — small circle masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυκλίσκοι — κυκλίσκος small circle masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυκλίσκοις — κυκλίσκος small circle masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυκλίσκον — κυκλίσκος small circle masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυκλίσκου — κυκλίσκος small circle masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυκλίσκους — κυκλίσκος small circle masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυκλίσκων — κυκλίσκος small circle masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυκλίσκῳ — κυκλίσκος small circle masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… … Dictionary of Greek
κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… … Dictionary of Greek